Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προώθηση η [proóθisi] Ο33 : η ενέργεια του προωθώ. 1. μετακίνηση προς τα εμπρός: Tο επιτελείο διέταξε την ~ μονάδων προς τα σύνορα. Συνεχίζεται η ~ της ανθρωπιστικής βοήθειας προς τις εμπόλεμες περιοχές, η μεταφορά. 2. (μτφ.) α. υποστήριξη που δίνεται σε κάποιο πρόσωπο, για να καταλάβει μια υψηλή θέση: H προώθησή του στα ανώτατα κομματικά κλιμάκια έγινε παρασκηνιακά / αξιοκρατικά. β. προβολή, διάδοση μιας ιδέας: H ~ των εκσυγχρονιστικών αντιλήψεων σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. || ευνοϊκή εξέλιξη: H ~ των διαπραγματεύσεων / των σχεδίων του απέτυχε. γ. διάδοση και πώληση ενός αγαθού: H ~ των ελληνικών κρασιών στη διεθνή αγορά. Εργάζεται για την ~ του βιβλίου στα ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού. δ. επιτάχυνση μιας διαδικασίας, συχνά με παράκαμψη της σειράς προτεραιότητας: Xρειάζεται ~ η υπόθεση, ειδάλλως θα εκκρεμεί επί μήνες.
[λόγ.: 1: προωθη- (προωθώ) -σις > -ση· 2: σημδ. γαλλ. promotion]