Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προϋπολογίζω [proipolojízo] -ομαι Ρ2.1 : υπολογίζω κτ. εκ των προτέρων, πριν από την πραγματοποίησή του, συνήθ. κάνω προϋπολογισμό εσόδων ή εξόδων: Tα κέρδη / οι ζημίες της επιχείρησης έχουν προϋπολογιστεί σε πολλά εκατομμύρια. ~ ένα έργο, τα έξοδα που θα απαιτήσει η κατασκευή του.
[λόγ. προ- υπολογίζω]