Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προϋποθέτω [proipoθéto] προϋποτίθεμαι [proipotíθeme] Ρ (βλ. υποθέτω) : 1. για κτ. που στηρίζεται σε μια προϋπόθεση, του οποίου η πραγματοποίηση εξαρτάται από την εκπλήρωση κάποιου όρου ή από την ύπαρξη κάποιων συνθηκών: H επιτυχία στη ζωή προϋποθέτει θέληση και αγώνα. H αύξηση του τουρισμού προϋποθέτει την ύπαρξη κατάλληλων και επαρκών ξενοδοχειακών καταλυμάτων. 2. παίρνω κτ. ως δεδομένο και με βάση αυτό συνεχίζω ένα συλλογισμό ή μια ενέργεια, παίρνω κτ. ως προϋπόθεση: Όλοι συμφωνούμε με τους σκοπούς του συλλόγου μας, κάτι που ασφαλώς προϋποτίθεται / το προϋποθέτουμε.
[λόγ. < αρχ. προϋ ποτίθημι μεταπλ. κατά το τίθημι > θέτω]