Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προϋπηρεσία η [proipiresía] Ο25 : προηγούμενη υπηρεσία (εργασία) σε άλλη συναφή θέση ή ειδικότητα: Είχα δέκα χρόνια ~ στην ιδιωτική εκπαίδευση, όταν διορίστηκα στο δημόσιο. H εταιρεία μας θα προσλάβει υπαλλήλους με τριετή τουλάχιστον ~ στον τομέα των πωλήσεων.
[λόγ. προϋπηρε(τώ) -σία]