Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προϊστορικός -ή -ό [proistorikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην προϊστορία, στην προϊστορική περίοδο: Προϊστορικοί άνθρωποι / χρόνοι. Προϊστορική περίοδος / αρχαιολογία. Aνακαλύφθηκε ~ τάφος.
προϊστορικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. προϊστορ(ία) -ικός μτφρδ. γαλλ. préhistorique < préhistoir(e) = προϊστορ(ία) -ique = -ικός]