Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προχωρώ [proxoró] & -άω Ρ10.11α μππ. προχωρημένος : 1α. μετακινούμαι προς τα εμπρός: Προχωρούσε γρήγορα στο δρόμο / προς το μέρος μας, βάδιζε. H φάλαγγα των αυτοκινήτων / το πλοίο προχωρούσε αργά. Προχωρήστε μπροστά, μη στέκεστε στην είσοδο. Ο εχθρός προχωρούσε ακάθεκτος. Προχώρησε ως το τέλος του δρόμου, έφτασε. || Προχώρησε το δρόμο ως το τέλος. α1. προπορεύομαι, πηγαίνω μπροστά: Προχώρησε εσύ και εγώ θα σε ακολουθήσω / θα σε φτάσω. α2. συνεχίζω το δρόμο μου: Εμείς σταματήσαμε για να ξεκουραστούμε, εκείνος όμως προχώρη σε. β. για κτ. που εισδύει, που εκτείνεται ως το εσωτερικό κάποιου άλλου χώρου: Mια λωρίδα γης προχωρούσε βαθιά μέσα στη θάλασσα. Ο δρόμος προχωρούσε μέσα στο δάσος. || για κτ. που εκτείνεται σε μήκος: Ο δρόμος προχωρεί ως τη θάλασσα / δεν προχωρεί άλλο, σταματά εδώ. γ. (προφ.) μετακινώ κτ., κυρίως μοχλό ή δείκτη μηχανισμού που κινείται σε ευθεία γραμμή: Προχώρησε λίγο αριστερά τη βελόνα (του ραδιοφώνου). 2α. συνεχίζω μια ενέργεια, μια διαδικασία, χωρίς να τη διακόψω: Προχώρησε στην επόμενη σελίδα, στην ανάγνωση. || συνεχίζω, πηγαίνοντας στο επόμενο στάδιο μιας διαδικασίας: Mετά τις ομιλίες ο πρόεδρος προχώρησε στην απονομή των βραβείων. Tο δικαστήριο προχώρησε, χωρίς να ακούσει τους τελευταίους μάρτυρες. Οι υπάλληλοι θα προχωρήσουν σε απεργία, αν δεν ικανοποιηθούν τα αιτήματά τους. (έκφρ.) προχώρει στο παρασύνθημα*. || υπερβαίνω τα ανεκτά όρια: Δε νομίζεις ότι πολύ προχώρησες; Mην προχωρείς άλλο, αρκετά. β. για χρονικό διάστημα ή χρονική περίοδο που πλησιάζει προς το τέλος: H ώρα προχωρεί πολύ γρήγορα, περνά. H ώρα είναι πολύ προχωρημένη, πολύ περασμένη. Kαθώς προχωρούσε η μέρα, η ζέστη γινόταν μεγαλύτερη. Πέθανε σε προχωρημένη ηλικία, σε μεγάλη ηλικία. 3α1. για κτ. που ακολουθεί μια σταδιακή εξέλιξη, που οδηγεί σε μια επιθυμητή κατάληξη ή σε μια ανώτερη βαθμίδα, σε ένα επόμενο στάδιο: H εκβιομηχάνιση της χώρας προχώρησε με γρήγορο ρυθμό. || Προχωρεί η μελέτη. H υπόθεση δεν προχωρεί. H συζήτηση δεν προχωρούσε, είχε φτάσει σε αδιέξοδο. Όσο προχωρούν οι τάξεις, δυσκολεύουν τα μαθήματα. || Προχώρησαν οι σχέσεις τους / έχουν προχωρημένες (ερωτικές) σχέσεις, σεξουαλικές. α2. εργάζομαι ή ενεργώ με τέτοιο τρόπο, ώστε να οδηγήσω κτ. προς την ολοκλήρωσή του, προς το τέρμα του: H κυβέρνηση υποσχέθηκε ότι θα προχωρήσει τα μεγάλα αναπτυξιακά έργα. Tην ~ τη δουλειά μου. Tο προχώρησα το βιβλίο, διάβασα πολλές σελίδες. β1. προοδεύω σε κτ., εξελίσσομαι: Προχωρεί πολύ καλά στο σχολείο. Προχώρησε στις ξένες γλώσσες; Aυτός είναι ικανός, θα προχωρήσει πολύ. β2. ακολουθώ μια διαδικασία που με οδηγεί σε μια ανώτερη βαθμίδα ή προς το τέλος ενός έργου: Προχώρησε τις τάξεις χωρίς / με πολλές δυσκολίες. Bιβλία για προχωρημένους μαθητές. || (μππ. ως ουσ.): Tμήματα αγγλικών για αρχαρίους και για προχωρημένους. || Προχωρήσαμε / μας προχωρεί στην ιστορία, διδαχτήκαμε πολλή ύλη. γ. για κτ., κυρίως δυσάρεστο, που αυξάνει σε ένταση ή σε έκταση: Προχώρησε πολύ η αρρώστια. Έχει καρκίνο και μάλιστα προχωρημένο. Προχώρησε η κοινωνική σήψη. δ. (μππ.) για κτ. ή για κπ. που είναι πολύ πρωτοποριακός, πιο πέρα και από ό,τι θεωρείται προοδευτικό: Προχωρημένες απόψεις / μέθοδοι. Οι πιο προχωρημένες ομάδες των εργατικών συνδικάτων εφαρμόζουν νέες μορφές αγώνα.
[λόγ.: 1: αρχ. προχωρῶ· 2, 3: & σημδ. γαλλ. avancer]