Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προχτές [proxtés] & προχθές [proxθés] επίρρ. χρον. : η μέρα που προηγείται του χτες, πριν από δύο μέρες (από σήμερα): Έφυγε / τον είδα ~. || (ως ουσ.) το προχτές, η προχτεσινή μέρα.
[ελνστ. προχθές με ανομ. τρόπου άρθρ. [xθ > xt] · λόγ. < ελνστ. προχθές]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προχτεσινός -ή -ό [proxtesinós] & προχθεσινός -ή -ό [proxθesinós] Ε1 : που έγινε, συνέβη ή εμφανίστηκε προχτές, που είναι της προχτεσινής μέρας: H προχτεσινή παράσταση. Tα προχτεσινά γεγονότα. Tο φαγηγό είναι προχτεσινό. Προχτεσινό ψωμί δεν τρώγεται. || H προχτεσινή μέρα, το προχτές.
[ελνστ. προχθεσινός με ανομ. τρόπου άρθρ. [xθ > xt] · λόγ. < ελνστ. προχθεσινός]