Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προφύλαξη η [profílaksi] Ο33 : προσπάθεια, μέριμνα για να προλάβει ή να απομακρύνει κάποιος έναν κίνδυνο ή μια δυσάρεστη κατάσταση: Tα βρέ φη χρειάζονται / θέλουν μεγάλη ~ από τις μολύνσεις για να μην αρρωστήσουν. Tρόποι / μέσα προφύλαξης. || (συνήθ. πληθ.) μέσα προφύλα ξης: Πήρε όλες τις προφυλάξεις, για να μην προσβληθεί από την επιδημία. Ο κλέφτης προχωρούσε με όλες τις προφυλάξεις, για να μη γίνει αντιληπτός. Δεν παίρνει καμιά ~.
[λόγ. προφυλακ- (προφυλάσσω) -σις > -ση]