Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προφυλακή η [profilakí] Ο29 : (στρατ.) εμπροσθοφυλακή. || (πληθ.) το σύνολο των μέτρων που λαμβάνονται για την ασφάλεια του στρατεύματος, όταν αυτό σταθμεύει.
[λόγ. < αρχ. προφυλακή]