Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προφυλάκιση η [profilákisi] Ο33 : η ενέργεια του προφυλακίζω, η προληπτική κράτηση υποδίκου· προσωρινή κράτηση: Ο νόμος ορίζει ανώτατο όριο προφυλακίσεως. H ~ του δολοφόνου έγινε με ομόφωνη γνώμη ανακριτή και εισαγγελέα.
[λόγ. προφυλακι- (προφυλακίζω) -σις > -ση]