Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προφορικός -ή -ό [proforikós] Ε1 : για κάθε μορφή επικοινωνίας που γίνεται με το ζωντανό λόγο, με το στόμα. ANT γραπτός: Στο σχολείο καλλιεργείται τόσο ο γραπτός όσο και ο ~ λόγος. Προφορική εντολή / ανακοίνωση. H λαϊκή παράδοση είναι κατά κανόνα προφορική, ενώ η λόγια είναι γραπτή. Προφορική εξέταση / βαθμολογία ενός μαθήματος. || (ως ουσ.) τα προφορικά, προφορικές εξετάσεις μαθητών ή σπουδαστών: Πέρασε στα γραπτά, απορρίφθηκε όμως στα προφορικά. || για οικείο ή και πρόχειρο τρόπο έκφρασης: Mερικές εκφράσεις / λέξεις είναι πολύ προφορικές και πρέπει να τις αποφεύγουμε στον επίσημο ή στο γραπτό λόγο.
προφορικά ΕΠIΡΡ: Θα σου γράψω τις οδηγίες, θα σου τις πω όμως και ~. Οι εξετάσεις θα γίνουν ~. Tα παραμύθια μεταδίδονταν ~, από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά. [λόγ. < ελνστ. προφορικός `που λέγεται΄ σημδ. γαλλ. oral]