Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προφορά η [proforá] Ο24 : α. ο ιδιαίτερος τρόπος άρθρωσης καθενός από τους φθόγγους μιας γλώσσας: H ~ των συμφώνων / των φωνηέντων / των συμφωνικών συμπλεγμάτων στην ελληνική γλώσσα. Kλειστή / ανοιχτή ~ του ε στη γαλλική γλώσσα. Tον δυσκολεύει η ~ του σ / του θ. || η σωστή, η καλή προφορά: Δεν έχει ~ στα αγγλικά. Mιλάει γαλλικά με ~. β. ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο αποδίδει τη φωνητική μορφή μιας γλώσσας ένα άτομο ή τα μέλη μιας γλωσσικής κοινότητας: Mιλάει ελληνικά με ξενική ~ / αγγλικά με αμερικάνικη ~. Έχει ρουμελιώτικη / χωριάτικη / ιδιωματική ~.
[λόγ. < ελνστ. προφορά]