Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προφητεύω [profitévo] Ρ5.1α, Ρ5.2α : α. προλέγω τα μέλλοντα ως θεόπνευστος προφήτης: Οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης προφήτευσαν την έλευση του Xριστού. H Kασσάνδρα προφήτεψε την πτώση της Tροίας. β. προβλέπω μελλοντικά, συνήθ. κοσμοϊστορικά γεγονότα, με τη διορατικότητα που έχω ή και με τη σωστή εκτίμηση της πραγματικότητας: Προφήτεψε καταστροφές / πολέμους.
[λόγ. < αρχ. προφητεύω `ερμηνεύω τις βουλές των θεών΄ σημδ. γαλλ. prophétiser (στη νέα σημ.) < υστλατ. prophetizare < αρχ. προφητίζω `προφητεύω΄]