Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προφητεία η [profitía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προφητεύω. 1α. η ικανότητα ενός θεόπνευστου συνήθ. ανθρώπου να προλέγει τα μέλλοντα: Για την Kασσάνδρα η ~ δεν ήταν χάρισμα αλλά αιτία δυστυχίας. β. προβλέψεις που αναφέρονται σε σπουδαία γεγονότα του μέλλοντος και που στηρίζονται στη διορατικότητα ή και σε πραγματικά δεδομένα: Επαληθεύτηκαν οι προφητείες του Kοσμά του Aιτωλού. Οι προφητείες του Aγαθάγγελου έδιναν την ελπίδα στους υπόδουλους Έλληνες, ότι θα αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό. 2. το περιεχόμενο της προφητείας, τα γεγονότα που προφητεύει κάποιος: Οι προφητείες του Hσαΐα. || περικοπή από τα βιβλία των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, που διαβάζεται σε ορισμένες εκκλησιαστικές ακολουθίες.
[λόγ. < ελνστ. προφητεία `ερμηνεία της θέλησης των θεών΄ σημδ. γαλλ. prophétie (στη νέα σημ.) < υστλατ. prophetia < ελνστ. προφητεία]