Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προφασίζομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προφασίζομαι [profasízome] Ρ2.1β : φέρνω ως δικαιολογία μια ψευτική αιτία, προβάλλω κάποιο πρόσχημα: Προφασίστηκε ασθένεια και δεν έλα βε μέρος στη σύσκεψη. Προφασιζόμενος ότι έχει οικονομικά προβλήματα, αρνείται να εξοφλήσει το χρέος του.

[λόγ. < αρχ. προφασίζομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες