Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προφανής -ής -ές [profanís] Ε10 : για κτ. που γίνεται αμέσως αντιληπτό, γιατί είναι σαφές και δεν επιδέχεται αμφισβήτηση· ολοφάνερος: Οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει η σημερινή ανθρωπότητα είναι προφανείς. Είναι προφανείς οι λόγοι της παραίτησής του. || Είναι προφανές ότι δε θα τηρήσει τις υποσχέσεις του.
προφανώς ΕΠIΡΡ: ~ δεν είσαι καλά ενημερωμένος, γι΄ αυτό προβάλλεις αυτές τις αντιρρήσεις. Tον δυσαρέστησε η απόφασή μας; -~ (ναι). [λόγ. < αρχ. προφανής, ελνστ. προφανῶς]