Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προφέσορας ο [profésoras] Ο5 : (ειρ., παρωχ.) καθηγητής πανεπιστημίου. || (οικ.) για κπ. που τον θεωρούμε πολύ ικανό επαγγελματία ή βαθύ γνώστη ενός θέματος.
[λόγ. < γερμ. Ρrofessor με προσαρμ. στη δημοτ. κατά τα άλλα -ωρ > -ορας]