Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προτροπή η [protropí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προτρέπω. α. παρακίνηση: Mε τη δική μου ~ αποφάσισε να ασχοληθεί με το εμπόριο. Tα παιδιά χρειάζονται την ~ του δασκάλου για να δραστηριοποιηθούν. β. (συνήθ. πληθ.) λόγια, συμβουλές με τις οποίες προτρέπουμε κπ.: Οι προτροπές των γονιών του δεν είχαν αποτέλεσμα.
[λόγ. < αρχ. προτροπή]