Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προτρεπτικός -ή -ό [protreptikós] Ε1 : που προτρέπει ή που εκφράζει προτροπή. ANT αποτρεπτικός: Λόγοι προτρεπτικοί. Tο “ας” είναι προτρεπτικό μόριο.
[λόγ. < αρχ. προτρεπτικός `που παρακινεί΄ & σημδ. γαλλ. exhortatif]