Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προτού [protú] σύνδ. χρον. : εισάγει δευτερεύουσες χρονικές προτάσεις και δηλώνει πράξη η οποία γίνεται ύστερα από αυτό που εκφράζει η κύρια πρόταση· πριν: Nα μας ειδοποιήσετε, ~ ξεκινήσετε. ~ να: ~ καλά καλά να το σκεφτώ, πήγα μαζί τους.
[ελνστ. προτοῦ (πρό τοῦ), αρχ. σημ.: `πριν από΄]