Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προτομή η [protomí] Ο29 : γλυπτό ή ανάγλυφο που αναπαριστάνει το κεφάλι ή και τους ώμους και μέρος από το στήθος ενός συγκεκριμένου προσώπου: Mαρμάρινη / χάλκινη ~. Οι προτομές των ηρώων του 1821. Έστησαν την ~ κάποιου / του έστησαν ~, τοποθέτησαν σε ψηλή, συνήθ. μαρμάρινη, βάση την προτομή του, για να τον τιμήσουν.
[λόγ. < ελνστ. προτομή, αρχ. σημ.: `κεφάλι αποκεφαλισμένου ζώου΄]