Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προτεσταντισμός ο [protestandizmós] Ο17 : το ένα από τα τρία δόγματα της χριστιανικής θρησκείας, που διαμορφώθηκε από τη θρησκευτική μεταρρύθμιση του Λουθήρου κατά το δέκατο έκτο αιώνα. || το σύνολο των χριστιανικών εκκλησιών (των ομολογιών) που ανήκουν στο παραπάνω δόγμα.
[λόγ. < γαλλ. protestantisme (-isme = -ισμός)]