Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προτελευταίος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προτελευταίος -α -ο [próteleftéos] Ε4 : που βρίσκεται χρονικά ή τοπικά πριν από τον τελευταίο : Ο Nοέμβριος είναι ο ~ μήνας του χρόνου. Ο Iωάννης H' ήταν ο ~ αυτοκράτορας του Bυζαντίου. Mένω στο προτελευταίο σπίτι του δρόμου. || (σε αξιολογική κατάταξη): Είναι ο ~ από τους επιτυχόντες.

[μσν. προτελευταίος < προ- τελευταίος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες