Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προτίμηση η [protímisi] Ο33 : η άποψη ότι κάποιος ή κτ. είναι καλύτερο(ς) από κπ. ή από κτ. άλλο και η επιλογή που γίνεται ανάμεσα σε άλλους ή σε άλλα: Έχει ~ στην κλασική μουσική / στους σύχρονους λογοτέχνες. Mου αρέσουν όλα τα φαγητά, δεν έχω ιδιαίτερες προτιμήσεις. Οι νέοι δεν ικανοποιούνται εύκολα, έχουν τις προτιμήσεις τους, ιδιαίτερες απαιτήσεις. Έρευνα αγοράς για να καταγραφούν οι προτιμήσεις των καταναλωτών. Οι νέοι πολιτικοί έρχονται πρώτοι στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων. Σταυρός προτίμησης. (έκφρ.) κατά ~, με προτίμηση σε κπ. ή σε κτ.: Στις κατασκηνώσεις θα φιλοξενηθούν παιδιά, κατά ~ πολύτεκνων οικογενειών. Tο κατάστημα θέλω να είναι στο κέντρο και κατά ~ σε εμπορικό δρόμο. || συμπεριφορά που ευνοεί κπ. εις βάρος άλλου: Δείχνει φανε ρά την προτίμησή του στην κόρη έναντι του γιου. Ο δάσκαλος δεν πρέπει να έχει προτιμήσεις, να κάνει διακρίσεις.
[λόγ. < αρχ. προτίμη(σις) -ση]