Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προτέρημα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προτέρημα το [protérima] Ο49 : θετικό στοιχείο της ηθικής προσωπικότητας ενός ατόμου, έμφυτη ιδιότητα ή αποτέλεσμα προσπάθειας για τη βελτίωση του χαρακτήρα του. ANT ελάττωμα1: H ειλικρίνεια είναι ~. Έχει το ~ της ανεξικακίας / της υπομονής. Άνθρωπος με πολλά προτερήματα και με λίγα ελαττώματα.

[λόγ. < ελνστ. προτέρημα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες