Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσωρινός -ή -ό [prosorinós] Ε1 : 1α. για κτ. που έχει συμφωνηθεί ή αποφασιστεί να διαρκέσει λίγο: Bρήκε μια προσωρινή δουλειά. ANT μόνιμη. || ANT οριστικός: Προσωρινή ρύθμιση χρεών. Προσωρινή λύση ενός προβλήματος. Tιμωρήθηκε με προσωρινή απόλυση. (νομ.) Προσωρινή εκτέλεση, εκτέλεση απόφασης που δεν είναι τελεσίδικη. Προσωρινά μέτρα, ασφαλιστικά μέτρα. β. για κτ. που χρησιμοποιείται για να εξυπηρετήσει άμεσες ανάγκες και έως ότου αντικατασταθεί από κτ. άλλο μόνιμο: Προσωρινοί οικισμοί προσφύγων. Προσωρινή περίφραξη. Προσωρινή διάβαση πεζών. || (ως ουσ.) το προσωρινό, η προσωρινότητα. (λόγ. έκφρ.) ουδέν μονιμότερον του προσωρινού (τίποτε δεν είναι μονιμότερο από το προσωρινό), υπερβολικά διατυπωμένη άποψη ότι πολλές φορές παρατείνεται, από αμέλεια ή σκόπιμα, μια προσωρινή κατάσταση. γ. που από τη φύση του δεν έχει απεριόριστη διάρκεια, που είναι περαστικός, εφήμε ρος: H ευτυχία είναι προσωρινή. Όλα σ΄ αυτόν τον κόσμο είναι προσωρι νά. 2. για κπ. που έχει μια προσωρινή απασχόληση, συνήθ. ως αντικαταστάτης άλλου: Aυτός ο υπάλληλος είναι ~. Διορίστηκε ~ επίτροπος στην (τάδε) τράπεζα. ~ διαχειριστής.
προσωρινά ΕΠIΡΡ: Εργάζεται ~ σε μια ιδιωτική εταιρεία. Mένει ~ σε ξενοδοχείο. [λόγ. προσώρ(ας) -ινός]