Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσωποπαγής -ής -ές [prosopopajís] Ε10 : (για αφηρ. ουσ.) που η ύπαρξή του ή η ισχύς του είναι άμεσα ή απόλυτα συνδεδεμένη με ένα συγκεκριμένο πρόσωπο: Προσωποπαγές κόμμα, που οφείλει τη συνοχή του στην προσωπικότητα του αρχηγού του και όχι στην κοινή ιδεολογία των μελών του. Tα δικτατορικά καθεστώτα είναι συνήθως προσωποπαγή. ~ θέση, που καταργείται όταν αποχωρήσει αυτός που την κατείχε. || (νομ.) Προσωποπαγές δικαίωμα, που δεν μπορεί να ασκηθεί από κάποιο άλλο πρόσωπο.
[λόγ. πρόσωπ(ον)II -ο- + αρχ. -παγής (θ. του αρχ. πήγνυμι `στερεώνω΄, δες στο πήζω) κατά το συμπαγής)]