Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσωπολατρία η [prosopolatría] Ο25 : λατρεία σε ένα ηγετικό κυρίως πρόσωπο, που εκφράζεται με απόλυτη εμπιστοσύνη και υπακοή σε αυτό προσωπικά και όχι στις αρχές και στην ιδεολογία που εκπροσωπεί: H ~ είναι ένα φαινόμενο ασυμβίβαστο με τη δημοκρατική οργάνωση των πολιτικών κομμάτων.
[λόγ. πρόσωπ(ον)II -ο- + -λατρία κατά το ειδωλολατρία μτφρδ. αγγλ. personality cult]