Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσωποκράτηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσωποκράτηση η [prosopokrátisi] Ο33 : (νομ.) ποινή φυλακίσεως ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης, με το οποίο ο δανειστής αναγκάζει τον οφειλέτη να πληρώσει το χρέος του· προσωπική κράτηση: ~ για χρέη προς το δημόσιο.

[λόγ. πρόσωπ(ον)II -ο- + κράτη(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες