Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσωπιδοφόρος -ος -ο [prosopiδofóros] Ε14 : που φοράει προσωπίδα, μάσκα, που καλύπτει ολόκληρο το πρόσωπό του, για να μην αναγνωρίζεται, συνήθ. ως ουσ.· μασκοφόρος.
[λόγ. προσωπιδ- (δες προσωπίδα) -ο- + -φόρος]