Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσωδιακός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσωδιακός -ή -ό [prosoδiakós] Ε1 : που έχει σχέση με την προσωδία, που στηρίζεται στην προσωδία, δηλαδή στην ποσότητα των συλλαβών: Προσωδιακή προφορά. Προσωδιακά μέτρα, σε αντιδιαστολή προς τα τονικά. προσωδιακά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. προσῳδιακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες