Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσχώρηση η [prosxórisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προχω ρώ. 1α. στο διεθνές δίκαιο, η αποδοχή από ένα κράτος των υποχρεώσεων που προέρχονται από μια συμφωνία που έχει ήδη συναφθεί από άλλα κράτη. β. ένταξη σε κάποιο κόμμα: Διαψεύδεται η ~ στελεχών του τάδε κόμματος στο δείνα κόμμα. Nέες προσχωρήσεις στο εργατικό κόμμα. 2α. υιοθέτηση μιας ιδεολογίας ή των αρχών μιας κίνησης. β. για να δηλωθεί με έμφαση η αποδοχή, η υιοθέτηση της γνώμης κάποιου άλλου.
[λόγ. < ελνστ. προσχώρη(σις) -ση]