Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσφύομαι [prosfíome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) για κτ. που εφάπτεται απόλυτα σε κτ. άλλο, που έχει πρόσφυση σε κτ.
[λόγ. < αρχ. προσφύω μέσο κατά το φύομαι]