Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσφύομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσφύομαι [prosfíome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) για κτ. που εφάπτεται απόλυτα σε κτ. άλλο, που έχει πρόσφυση σε κτ.

[λόγ. < αρχ. προσφύω μέσο κατά το φύομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες