Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσφωνώ [prosfonó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. απευθύνω σε κπ. σύντομο χαιρετιστήριο λόγο, κατά τη διάρκεια τελετής, συγκέντρωσης κτλ.: Tον επίσημο προσκεκλημένο προσφώνησε στο αεροδρόμιο ο υπουργός των Εσωτερικών. 2. απευθύνω το λόγο σε κπ., χρησιμοποιώντας μια τυποποιημένη έκφραση: Πώς προσφωνούμε έναν ανώτατο κληρικό / έναν υπουργό; Tους ευγενείς τούς προσφωνούσαν με τον τίτλο τους.
[λόγ. < αρχ. προσφωνῶ]