Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσφυγικός -ή -ό [prosfijikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον πρόσφυγα ή με τους πρόσφυγες, που ανήκει σε αυτούς ή που αποτελείται από αυτούς: Προσφυγικοί οικισμοί / καταυλισμοί / σύλλογοι. Προσφυγικοί πληθυσμοί. Aυτές οι πολυκατοικίες είναι σαν προσφυγικές, ομοιόμορφες και κακής ποιότητας. Tο προσφυγικό ζήτημα / πρόβλημα. || (ως ουσ.) το προσφυγικό, προσφυγικό πρόβλημα: Οι Έλληνες της Kύπρου απαιτούν τη λύση του προσφυγικού. || (ως ουσ.) τα προσφυγικά, προσφυγικός οικισμός, καταυλισμός.
[λόγ. προσφυγ- (δες πρόσφυγας) -ικός]