Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσφορά η [prosforá] Ο24 : I. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προσφέρω. 1α. υλική βοήθεια, παροχή, συνήθ. με τη μορφή δωρεάς: H ~ χρημάτων και τροφίμων για τους απόρους. H ~ του ήταν γενναία, πολύ μεγάλη. || το προϊόν της προσφοράς: Οι προσφορές των πιστών θα συγκεντρωθούν στην εκκλησία. β. πώληση ενός προϊόντος σε συμφέρουσα τιμή: Aυτή την εβδομάδα γίνονται μεγάλες προσφορές στο κατάστημά μας. Ειδικές προσφορές, όταν ορισμένα μόνο είδη πουλιούνται σε χαμηλή τιμή. Πουλάμε όλα τα είδη μας σε τιμές προσφοράς. || το προϊόν της προσφοράς: Yπάρχουν πολλές προσφορές στα καταστήματα. γ. (οικον.) το σύνο λο των προϊόντων που κυκλοφορούν στην αγορά ή το σύνολο των υπηρε σιών που είναι στη διάθεση των καταναλωτών: Mεγάλη / μικρή ~. Ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης, η αμοιβή της εργασίας ή η τιμή των προϊόντων που παράγονται, εξαρτάται τόσο από τον αριθμό των εργατι κών χεριών ή από την ποσότητα του προϊόντος που παράγεται (προσφο ρά) όσο και από τις ανάγκες που υπάρχουν σε εργατικά χέρια ή προϊόντα (ζήτηση). ~ χρήματος. 2α. το χρηματικό ποσό που προτείνει κάποιος για να αγοράσει κτ.: Mου έκανε μια πολύ καλή ~ για το σπίτι. Είχα πολλές προσφορές. β. σε δημοπρασία, το ποσό που προτείνει ο πλειοδότης ή ο μειοδότης: H πρώτη / η τελευταία ~. Πολλές εταιρείες υπέβαλαν προσφορές για την κατασκευή της γέφυρας. Ο διαγωνισμός θα γίνει με σφραγισμένες / με ανοιχτές προσφορές. 3. (μτφ.) α. πρόταση για βοήθεια ή για λύση κοινών προβλημάτων: Aπέρριψε / δέχτηκε την ~ μου. Έγινε ~ ειρή νης. β. έργο που βοηθάει κπ. ή εξυπηρετεί το σύνολο: H ~ της μητέρας στην οικογένεια είναι μεγάλη. H ~ του στην επιστήμη / στην τέχνη είναι σημαντική. Tο σύγγραμμά του αποτελεί πολύτιμη ~ στα γράμματα. II1. (εκκλ.) το πρόσφορο. 2. (πληθ.) ό,τι πρόσφεραν στους θεούς (σπονδές, απαρχές κτλ.).
[λόγ.: Ι1α: αρχ. προσφορά· β: σημδ. αγγλ. offer· γ: σημδ. γαλλ. offre· 2, 3: σημδ. γαλλ. offre & αγγλ. offer· ΙΙ1: ελνστ. σημ., 2: αρχ. σημ.]