Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσφάι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσφάι το [prosfái] Ο45 & προσφάγι το [prosfáji] Ο44 : (λαϊκότρ.) ελιές, τυρί, κρεμμύδι, ντομάτα κτλ., όταν τρώγονται μαζί με ψωμί ως πρόχειρο γεύμα.

[μσν. προσφάγι < ελνστ. προσφάγιον και αποβ. του μεσοφ. [j] (διαφ. το αρχ. προσφάγιον `ζώο θυσιασμένο από πριν΄, δες στο σφάζω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες