Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσυμφωνώ [prosimfonó] -είται Ρ10.9 : συζητώ κτ. και καταλήγω σε κάποια ανεπίσημη συμφωνία, πριν από την οριστική: Έχουν προσυμφωνήσει / έχει προσυμφωνηθεί να
|| (μειωτ.) αποφασίζω κτ. μαζί με άλλους, παρασκηνιακά: H απεργία ήταν προσυμφωνημένη και η συζήτηση έγινε μόνο για το θεαθήναι.
[λόγ. < ελνστ. προσυμφωνῶ `εναρμονίζω από πριν΄, κατά τη σημ. του συμφωνώ]