Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προστώο το [prostóo] Ο39 : στην αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική, ανοιχτή στοά μπροστά από την είσοδο ή από την πρόσοψη κτιρίου.
[λόγ. < αρχ. προστῷον]