Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προστυχιά η [prostixá] Ο24 : α. η ιδιότητα του πρόστυχου, χυδαιότητα ή ανηθικότητα: Δεν ανέχομαι την ~ του. β. ενέργεια ή συμπεριφορά πρόστυχου ανθρώπου: Aυτό που έκανες, να του γυρίσεις την πλάτη ενώ εκείνος σου μιλούσε, ήταν μεγάλη ~. Έμαθε όλος ο κόσμος τις προστυχιές της.
[πρόστυχ(ος) -ιά]