Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προστριβή η [prostriví] Ο29 : ένταση, οξύτητα στις σχέσεις δύο ή περισσότερων ατόμων, που είναι αποτέλεσμα έντονων διαφωνιών και που μπορεί να οδηγήσει σε σύγκρουση: Οι ώρες λειτουργίας του καλοριφέρ είναι αιτία καθημερινών προστριβών ανάμεσα στους ενοίκους των πολυκατοικιών. Δεν ήρθαμε ποτέ σε ~ με τη νύφη μου.
[λόγ. < αρχ. προστρίβ(ω) `τρίβω σε΄ -ή κατά το σχ.: τρίβω - τριβή απόδ. γαλλ. friction]