Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προστατευτικός -ή -ό [prostateftikós] Ε1 : 1. που χρησιμεύει ή χρησιμοποιείται για προστασία: Προστατευτικά μέτρα για τη σωτηρία των δασών / των αρχαιολογικών μνημείων. Προστατευτικά κάγκελα στα μπαλκόνια / καλύμματα στα έπιπλα. Προστατευτικά γυαλιά. || (οικον.): Προστατευτικό σύστημα, προστατευτισμός. Προστατευτικοί δασμοί. 2α. για πρόσωπο που περιβάλλει κπ. με υπερβολική φροντίδα, με αποτέλεσμα να μην του επιτρέπει να αναπτύξει οποιαδήποτε πρωτοβουλία: Οι γονείς δεν πρέπει να είναι προστατευτικοί. β. που εκδηλώνει διάθεση, τάση προστασίας: Πήρε προστατευτικό ύφος.
προστατευτικά ΕΠIΡΡ: Aλοιφή που δρα ~ στο δέρμα. Συμπεριφέρεται πολύ ~. [λόγ. < ελνστ. προστατευτικός `που ασκεί εξουσία΄ σημδ. γαλλ. protecteur & αγγλ. protective]