Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προστατεκτομή η [prostatektomí] Ο29 : (ιατρ.) αφαίρεση με χειρουργική επέμβαση του προστάτη 2 ή των αδενωμάτων του: Ολική / μερική ~.
[λόγ. < γαλλ. prostatectomie < prostat(e) = προστάτ(ης) 2 + -ectomie = -εκτομή]