Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προστακτικός -ή -ό [prostaktikós] Ε1 : που εκφράζει προσταγή: ~ τόνος της φωνής. Προστακτικό ύφος, επιτακτικό ύφος. || (γραμμ.) προστακτική έγκλιση και ως ουσ. η προστακτική*.
προστακτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. προστακτικός]