Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσταγή η [prostají] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προστάζω. α. ηθική επιταγή. || (φιλοσ.) Kατηγορική* / κατηγορηματική ~. β. (παρωχ.) διαταγή: Οι προσταγές του βασιλιά. (επιφωνηματικά): Στις προσταγές σου (αφέντη / βασιλιά κτλ.)! γ. (νομ.) εντολή που δίνει ένας ανώτερος σε υφιστάμενό του, για να ενεργήσει με ορισμένο τρόπο.
[β: ελνστ. προσταγή· γ: λόγ. < ελνστ. προσταγή· α: λόγ. σημδ. γερμ. Imperativ]