Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προστάζω [prostázo] -ομαι Ρ2.2 : α. επιτάσσω, απαιτώ την τήρηση ενός άγραφου ηθικού κανόνα: Είναι πάντοτε παρών όπου η πατρίδα / το κοινωνικό καθήκον τον προστάζει. β. (παρωχ.) διατάζω. γ. (νομ.) δίνω προσταγήγ.
[αρχ. προστάσσω μεταπλ. κατά το τάσσω > τάζω]