Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσποιούμαι [prospiúme] Ρ10.9β : προσπαθώ, με τη συμπεριφορά μου και γενικά με τις αντιδράσεις μου, να παρουσιάσω μια πλαστή εικόνα του εαυτού μου ή της πραγματικότητας που έχει σχέση με εμένα: Προσποιείται τον αδιάφορο / τον άρρωστο, κάνει τον
Προσποιήθηκα ότι δεν κατάλαβα τους υπαινιγμούς του, έκανα ότι
Δεν μπορώ να ~ και να παριστάνω τον ευτυχισμένο. Είναι άνθρωπος που δεν ξέρει να προσποιείται / που δεν μπορεί να προσποιηθεί, για άνθρωπο ευθύ, ειλικρινή.
[λόγ. < αρχ. προσποιοῦμαι]