Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσποιητός -ή -ό [prospiitós] Ε1 : που τον χαρακτηρίζει η προσποίηση, που δεν εκφράζει αληθινά συναισθήματα ή πραγματικές προθέσεις: Θέλησε να με συγκινήσει με προσποιητά κλάματα. Tο ενδιαφέρον του δεν είναι προσποιητό, είναι γνήσιο. || για έκφραση ή για τρόπους που τους χαρακτηρίζει η επιτήδευση, που είναι αποτέλεσμα υπερβολής, στην προσπάθεια μίμησης κάποιου προτύπου: Προφέρει τις ξένες γλώσσες με πο λύ προσποιητή προφορά. Xαιρετήθηκαν με προσποιητή ευγένεια. Tο παίξιμο αυτού του ηθοποιού είναι φυσικό, δεν είναι καθόλου προσποιητό.
προσποιητά ΕΠIΡΡ: Γελάει / μιλάει ~. [λόγ. < αρχ. προσποιητός]