Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσποίηση η [prospíisi] Ο33 : α. συμπεριφορά με την οποία προσπαθεί κάποιος να παρουσιάσει μια πλαστή εικόνα του εαυτού του, να αποκρύψει τις σκέψεις του ή τα συναισθήματά του. || τρόπος συμπεριφοράς ή έκφρασης, που χαρακτηρίζεται από τόσο υπερβολική λεπτότητα, ευγένεια κτλ., ώστε να καταντά ψεύτικος, πλαστός: Είναι όλο ~, επιτήδευση. β. (αθλ.) σε ομαδικά αθλήματα, ενέργεια ενός παίκτη που αποβλέπει στην εξαπάτηση του αντιπάλου όσον αφορά τις προθέσεις του: Tην τελευταία στιγμή έκανε ~ και έβαλε το καλάθι.
[λόγ. < ελνστ. προσποίη(σις) -ση, αρχ. σημ.: `αξίωση΄]