Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσπίπτω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσπίπτω [prospípto] Ρ αόρ. προσέπεσα, απαρέμφ. προσπέσει : (λόγ.) προσπέφτω.

[λόγ. < αρχ. προσπίπτω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες